φυγοπόλεμος — η, ο / φυγοπόλεμος, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. φυγοπτόλεμος Α αυτός που αποφεύγει τον πόλεμο, δειλός νεοελλ. στρατιώτης που επιδιώκει να μην ενταχθεί σε μάχιμες μονάδες αρχ. (για συμπεριφορά ή στάση) αυτός που φανερώνει φόβο, δειλία για τον πόλεμο… … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
φυγοπτόλεμος — ον, Α (επικ. τ.) βλ. φυγοπόλεμος … Dictionary of Greek
ՊԱՏԵՐԱԶՄԱՏԵԱՑ — (եցի, ցաց.) NBH 2 0609 Chronological Sequence: Unknown date գ. φυγοπόλεμος, φυγόμαχος qui detrectat bellum vel pugnam, fugax. Ատեցօղ պատերազմի. որ խորշի կամ փախչի ʼի մարտէ. վատասիրտ. *Ո՞չ է տկար եւ պատերազմատեաց, յորժամ յաղթելն յաջողիցի, եւ նա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)